αγκαλιδηφόρος

αγκαλιδηφόρος
ἀγκαλιδηφόρος, -ον (AM)
(για ανθρώπους) αυτός που μεταφέρει δεμάτια (πρβλ. για ζώα, ἀγκαλιδαγωγός*).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκαλίδη, παράλληλος τύπος τής λ. ἀγκαλίς + -φόρος < φέρω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”